γυρεύεις

γυρεύεις
γῡρεύεις , γυρεύω
run round in a circle
pres ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… …   Dictionary of Greek

  • θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • κώλος — ο (Μ κῶλος) το κατώτατο άκρο τού εντερικού σωλήνα, ο πρωκτός νεοελλ. 1. τα οπίσθια, οι γλουτοί, ο πισινός 2. το πίσω μέρος ρούχων που εφάπτεται στους γλουτούς («τρύπησε ο κώλος τού παντελονιού») 3. η βάση ή ο πυθμένας αγγείου, καλαθιού κ.λπ.… …   Dictionary of Greek

  • μαστραπάς — ο (Μ μαστραπάς) νεοελλ. 1. μικρό δοχείο από γυαλί, πηλό ή μέταλλο για νερό ή κρασί, κανάτα («είσαι γυαλένιος μαστραπάς κι όποιονε ιδείς τον αγαπάς», δημ. τραγούδι) 2. (διαλ.τ.) μεταλλικό κύπελλο με λαβή 3. παροιμ. «το μαστραπά τόν έσπασες, κρασί… …   Dictionary of Greek

  • στολίζω — ΝΜΑ [στόλος / στολή] 1. διακοσμώ, κοσμώ, καλλωπίζω, ντύνω με ωραία ενδύματα και κοσμήματα (α. «στολίζουν τη νύφη» β. «νέον τινὰ στολίσαντες ὡς κόρην», Τζέτζ. γ. «τὸ ἀγαλμάτιον στολίζουσι καὶ κοσμοῡσι», Πλούτ.) 2. (το μεσοπαθ.) στολίζομαι α) φορώ… …   Dictionary of Greek

  • συρμή — η, ΝΑ, και σουρμή Ν [σύρω] νεοελλ. 1. αυλάκι που σχηματίζεται από σώμα που σύρεται 2. τόπος διάβασης πουλιών 3. το σύνολο τών επίπλων και σκευών οικίας 4. επιδημία, συρμός 5. παροιμ. «το φίδι βλέπεις και τη σουρμή γυρεύεις» λέγεται για ανθρώπους… …   Dictionary of Greek

  • φίδι — το / φίδιν, ΝΜ, και παλ. εσφ. τ. φείδι Ν συν. στον πληθ. τα φίδια ζωολ. κοινή σήμερα ονομασία τής τάξης ερπετών οφίδια, η οποία περιλαμβάνει 2.700 είδη, συγγενικά με τις σαύρες και τα αμφισβαίνια και ευρέως διαδεδομένα, ιδίως στις θερμές περιοχές …   Dictionary of Greek

  • ψύλλος — ο 1. το έντομο ψύλλος. 2. φρ., «Γυρεύεις ψύλλους στ άχυρα», άδικα κουράζεσαι αναζητώντας πράγματα που δεν είναι δυνατό να βρεθούν. 3. φρ., «Mου μπήκανε ψύλλοι στ αυτιά», υποψιάστηκα κάτι κακό. 4. φρ., «για ψύλλου πήδημα», για ασήμαντη αφορμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”